- υμνογραφώ
- ilahi yazmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υμνογραφώ — έω, Ν γράφω ή συνθέτω ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < υμνογράφος. Το ρ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ι. Δ. Τζέτζη] … Dictionary of Greek
υμνογραφώ — υμνογράφησα, αμτβ., γράφω ή συνθέτω ύμνους και μάλιστα εκκλησιαστικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑμνογράφῳ — ὑμνογράφος composer of hymns masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)